Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρίνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρίνα η [farína] Ο25 : εκλεκτό λεπτό σιτάλευρο λευκού χρώματος.

[ιταλ. (fior di) farina `(άνθος του) αλευριού΄ ή αγγλ. farina]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες