Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρί
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρί το [farí] Ο43 : (λογοτ.) άλογο πολεμικό ή ιππασίας (σε αντίθεση με το υποζύγιο): Ήρθε καβάλα πάνω σε άσπρο ~.

[μσν. φαρίν (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρίνα η [farína] Ο25 : εκλεκτό λεπτό σιτάλευρο λευκού χρώματος.

[ιταλ. (fior di) farina `(άνθος του) αλευριού΄ ή αγγλ. farina]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρισαϊκός -ή -ό [farisaikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαρισαίους1. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζει, που ταιριάζει σε φαρισαίο2, υποκριτικός: Φαρισαϊκοί τρόποι. Είναι άτομο με φαρισαϊκή ηθική.

[λόγ. < ελνστ. Φαρισαϊκός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Φαρισαίος ο [fariséos] Ο18 : 1. μέλος, οπαδός θρησκευτικής (και πολιτικής) ιουδαϊκής αίρεσης με άκρα προσήλωση στους τύπους του νόμου και της λατρείας: Οι Φαρισαίοι ήταν συνήθως γραμματείς και νομοδιδάσκαλοι. 2. (μτφ.) άτομο που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων (της ηθικής, της ευγένειας κτλ.)· υποκριτής: Γέμισε ο τόπος με ψεύτες, φαρισαίους κι απατεώνες. ΦΡ γραμματείς και φαρισαίοι, για ανθρώπους υποκριτές.

[λόγ. < ελνστ. Φαρισαῖος < αραμ. pérīshayyā πληθ. του pérīshā (αρχική σημ.: `ξεχωρισμένοι΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρισαϊσμός ο [farisaizmós] Ο17 : ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά υποκριτική, δόλια, επίπλαστα ευγενική: Σιχαίνομαι το φαρισαϊσμό των πολιτικάντηδων.

[λόγ. < γαλλ. pharisaïsme < pharisa(ïque) = φαρισα(ϊκός) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες