Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φανός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανός ο [fanós] Ο17 : (λόγ.) 1. φωτιστικό σώμα διάφορων οχημάτων· φανάριI2: Φανοί πορείας, προβολείς. Φανοί πέδησης, που ανάβουν προειδοποιητικά, όταν το όχημα φρενάρει. Φανοί όγκου, για φορτηγά. Φανοί ομίχλης, ειδικοί προβολείς για συνθήκες ομίχλης. 2. το φανάριI3α: ~ θυέλλης, με ειδικό προστατευτικό κάλυμμα, ώστε να μη σβήνει με τη βροχή ή τον αέρα. Ενετικός* ~. ΦΡ μετά φανών και λαμπάδων, με μεγάλη λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, πανηγυρικά (συνήθ. με περιπαικτική χροιά): Οι οπαδοί του τον υποδέχτηκαν μετά φανών και λαμπάδων. 3. (ναυτ.) μονάδα του φωτιστικού δικτύου της ναυσιπλοΐας: Φανοί λιμένος / επάκτιοι, φάροι. || Φανοί πρύμνης. Πλοηγικοί / πλευρικοί φανοί.

[λόγ. < αρχ. φανός `δαυλός΄ σημδ. αγγλ. torch]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανοστάτης ο [fanostátis] Ο10 : στύλος με φωτιστικό σώμα (φανάρι) για το φωτισμό δημόσιων κυρίως χώρων.

[λόγ. φαν(ός) -ο- + -στάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go