Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαντεζί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντεζί [fandezí] Ε (άκλ.) : που εντυπωσιάζει με την ιδιομορφία και την ιδιοτροπία του στο σχέδιο ή στο χρώμα· φανταχτερός, χτυπητός: ~ γραβάτα / γιλέκο / μπλούζα. || (ως επίρρ.): Nτύνεται ~.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. fantaisie < αρχ. φαντασία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντεζίστας ο [fandezístas] Ο3 : ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου που παίζει με φαντασία, με άνεση στην κίνηση.

[γαλλ. fantaisiste < fantais(ie) = φαντεζ(ί) -iste = -ίστας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go