Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαντασμαγορία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντασμαγορία η [fandazmaγoría] Ο25 : θέαμα εξαιρετικά εντυπωσιακό και ωραίο: Tα πολύχρωμα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα ήταν / δημιουργούσαν μια ~.

[λόγ. < γαλλ. fantasmagorie < αρχ. φάντασμα + (allé)gorie = (αλλη)γορία (η παραγωγή δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go