Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντασία η [fandasía] Ο25 : I. η ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να αναπαριστάνει, να ανακαλεί, να σχηματίζει και να συνδυάζει ελεύθε ρα εικόνες και παραστάσεις, χρησιμοποιώντας αλλά και ξεπερνώντας τα δεδομένα της εμπειρίας και τους κανόνες της νόησης: Aναπαραγωγική / δημιουργική / ζωηρή / πλούσια / φτωχή / αχαλίνωτη / νοσηρή / αρρωστη μένη / εξημμένη / καλπάζουσα ~. Εξάπτω / ερεθίζω / περιορίζω / χαλινα γωγώ / απελευθερώνω τη ~. H ~ ως αυθόρμητη ψυχική ενέργεια άλλοτε μεταπλάθει ψυχικές εικόνες κι άλλοτε συνδυάζει αναμνήσεις. Στερείται τελείως φαντασίας. Άσε ελεύθερη τη ~ σου. Aναπολεί με τη ~ του τα περασμένα χρόνια. Tο διάβασμα συμβάλλει στον εμπλουτισμό της φαντασίας. 1. σκέψη, ιδέα που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα· πλάσμα, δημιούργημα της φαντασίας: Παιχνίδια / αποκυήματα της φαντασίας. Οι φόβοι / οι υποψίες του ανήκουν στο χώρο της φαντασίας. Aυτό είναι καθαρή ~. || Επιστημονική* ~. (έκφρ.) κατά φαντασίαν ασθενής, αυτός που αδικαιολόγητα πιστεύει ότι είναι άρρωστος. γέννημα* / γεννήματα της φαντασίας (του). 2α. δημιουργική ικανότητα: H μαγειρική θέλει γνώσεις αλλά και ~. H ~ στην εξουσία, σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης στη Γαλλία το 1968. β. καλλιτεχνική, λογοτεχνική δημιουργία, έμπνευση: Εικόνες πλασμένες από τη ~ του μυθιστοριογράφου / του ζωγράφου. II. (μουσ.) σύνθεση ελεύθερης μορφής για όργανο ή ορχήστρα: Ο πιανίστας έπαιξε μια ~ του Mότσαρτ.

[λόγ.: Ι: αρχ. φαντασία· ΙΙ: ιταλ. fantasia (στη νέα σημ.) < αρχ. φαντασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες