Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαναρτζίδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαναρτζίδικο το [fanardzíδiko] Ο41 : (προφ.) το εργαστήριο του φαναρ τζή· λευκοσιδηρουργείο, φανοποιείο.

[φαναρτζ(ής) -ίδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες