Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαλτσάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλτσάρισμα το [faltsárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαλτσάρω: Tο ~ του τραγουδιστή / του κιθαρίστα. Tο ~ της μπάλας.

[φαλτσαρισ- (φαλτσάρω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go