Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλκίδευση η [falkíδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φαλκιδεύω: H ~ της εθνικής ανεξαρτησίας / των θεσμών / της ελευθερίας.
[λόγ. φαλκιδεύ(ω) -σις > -ση]