Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαινομενολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαινομενολογικός -ή -ό [fenomenolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φαινομενολογία: Φαινομενολογική θεωρία / ανάλυση.

[λόγ. φαινομενολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go