Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαγάδικο το [faγáδiko] Ο41 : (προφ.) μέρος όπου μπορεί κάποιος να φάει, κυρίως εστιατόριο, ταβέρνα: Γέμισε ο τόπος φαγάδικα.
[φαγ(άς) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαγάδικος -η -ο [faγáδikos] & φαγούδικος -η -ο [faγúδikos] Ε5 : (οικ.) που έχει την τάση, που του αρέσει να τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού: Φαγούδικο παιδί, ό,τι του δίνεις το τρώει!
[φαγ(άς) -άδικος· κατά το επίθημα -ούδ(ι) -ικος]



