Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φίλιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φίλιος -α -ο [fílios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φίλο, φιλικός: Φίλια τμήματα / στρατεύματα. || που προέρχεται από φίλο: Φίλια πυρά.

[λόγ. < αρχ. φίλιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go