Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φέρσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέρσιμο το [férsimo] Ο50 : 1. οι ενέργειες, οι πράξεις και, γενικότερα, ο τρόπος που εκδηλώνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά: Ευγενικό / λεπτό / απότομο / χοντρό ~. Δε μου άρεσε το φέρσιμό του. Είχε παράξενα φερσί ματα. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φέρνω.

[μσν. φέρσιμον < φέρ(ω) -σιμον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go