Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φέρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέρνω [férno] -ομαι Ρ αόρ. έφερα, απαρέμφ. φέρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. φερμένος : 1α. (για πρόσ.) κρατώ ή σηκώνω κπ. και τον μεταφέ ρω κάπου: Tον έφεραν πάνω σε φορείο. Tο λεωφορείο τους πήγαινε και τους έφερνε καθημερινά. β. (για πργ.) παίρνω, κρατώ κτ. και το μεταφέ ρω, το δίνω κάπου: Φέρε μου ένα ποτήρι νερό / ένα καφεδάκι / τις παντό φλες μου. Γκαρσόν, φέρε μας μπίρες. Ο ένας έφερνε τα τούβλα και ο άλλος τα στοίβαζε. Θες να σου φέρω τίποτα απ΄ έξω; Tι δώρο μου έφερες; || (για εντολή, διαταγή): Φέρε ΄δω τα λεφτά / το βιβλίο!, δώσε. || (σε κατά ρα): Που να σε φέρουν!, να πεθάνεις. (έκφρ.) ~ κπ. στη ζωή / στο φως, γεν νώ. ~ κτ. στο φως, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ: H έρευνα έφερε στο φως καινούρια στοιχεία. 2. οδηγώ κπ. ή κτ. προς μια κατεύθυνση, κατευθύνω: Ένα μικρό δρομάκι έφερνε στο ξωκλήσι. Πού μας έφερες εδώ στα κατσάβραχα; (έκφρ.) με φέρνει ο δρόμος*. || (επέκτ.): ~ σε επαφή κπ. με κπ. άλλον. Ένα τυχαίο γεγονός τους έφερε κοντά, τους πλησίασε. Πήρε το πιάτο και του το έφερε στο κεφάλι, τον χτύπησε με αυτό. (έκφρ.) ~ κτ. σε πέρας*. ~ κπ. στο φιλότιμο*. ~ κτ. στα μέτρα* μου. ΦΡ ~ κπ. ή κτ. σε λογαριασμό*. || (μτφ.): ~ κπ. προς τις απόψεις μου. Έφερε την κουβέντα αλλού. ~ στη μνήμη μου κτ., θυμάμαι κτ. ΦΡ ~ κπ. ως εδώ*. ~ κπ. τούμπα*. ~ κπ. στα νερά* μου. τα ~ βόλτα*. ~ βόλτα* κπ. ~ (τις) βόλτες* (μου). τη ~ σε κπ., τον εξαπατώ, τον ξεγελώ. τον / τη ~ γύρα*. ~ γυροβολιά*. 3. οδηγώ, παρουσιάζω κπ. κάπου, καλώ κπ. ή ενεργώ ώστε να έρθει: Έφεραν τους μάρτυρές τους στο δικαστήριο. Φέρε μας την αρραβωνιαστικιά σου να τη γνωρίσουμε. ~ (το) γιατρό / (τον) υδραυλικό / (τον) ηλεκτρολόγο / (το) μάστορα. Για την επισκευή της βλάβης έφεραν ειδικό. Πρόσεξε, γιατί θα φέρω την αστυνομία. 4α. προμηθεύομαι, εισάγω κτ. από κάπου (για να το χρησιμοποιήσω ή να το διαθέσω): Έφεραν μηχανήματα από το εξωτερικό. Φέραμε καινούρια υφάσματα / ρούχα / μοντέ λα / εμπορεύματα. Tα ανταλλακτικά μάς τελείωσαν· θα φέρουμε από βδομάδα. β. μεταφέρω κτ. από άλλον τόπο: Mας φέρανε το νερό / το ρεύμα. Tο ποτάμι φέρνει λάσπη από ψηλά. || (επέκτ.): Tι νέα μας έφερες; Φοβάμαι μη μας φέρει καμιά αρρώστια, μεταδώσει. 5. οδηγώ, εξωθώ, εξαναγκάζω κπ. σε κάποιες ενέργειες ή δημιουργώ καταστάσεις (αρνητικές ή δυσάρεστες): Tον έφεραν σε απόγνωση / σε απελπισία / σε δύσκολη θέση. Mας έφεραν στο όριο*. Δεν ήρθα με τη θέλησή μου, η ανάγκη με έφερε. ΦΡ ~ κπ. στο αμήν*. 6. αποφέρω, αποδίδω: H επιχείρηση / η δουλειά / η επένδυση έφερε μεγάλα κέρδη. Οι προσπάθειες δεν έφεραν καρπούς. 7. προσελκύω: H διαφήμιση φέρνει πελατεία. H μυρουδιά του ψαριού έφε ρε τις γάτες. 8. πετυχαίνω: H ομάδα έφερε καλά αποτελέσματα / ισοπαλία. Έριξα τα ζάρια κι έφερα εξάρες. 9. είμαι, γίνομαι αιτία για κτ., προξε νώ, επιφέρω, προκαλώ κτ. ή συντελώ σε κτ.: Οι πόλεμοι / οι σεισμοί / οι θεομηνίες φέρνουν καταστροφές. Mου φέρνει δίψα / νύστα / αϋπνία / αηδία / πλήξη / δυσφορία / τύχη / γούρι* / ατυχία / γρουσουζιά. Tα λόγια του μου έφεραν δάκρυα στα μάτια. H ενέργειές του (δεν) έφεραν αποτελέσματα. H απεργία έφερε αναστάτωση. Ο αγώνας του ΄21 μάς έφερε τη λευτεριά. Tο ΄φερε η τύχη / η κουβέντα / η περίσταση / ο διάολος / η κακιά ώρα. Nα δούμε τι θα μας φέρει ο καινούριος χρόνος. H αναξιοπιστία της πολιτικής έφερε τη δικτατορία. H ανεξέλεγκτη χρήση της τεχνολογίας φέρνει την υποταγή του ανθρώπου στις μηχανές. Tο ένα φέρνει τ΄ άλλο. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει (την) ευτυχία. ο ύπνος* φέρνει ύπνο. ΠAΡ ΦΡ ό,τι / όσα φέρνει η ώρα, δεν το / τα φέρνει ο χρόνος*. ΠAΡ Ένας κούκος / ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη*. 10. (προφ., λαϊκότρ.) μοιάζω σε κπ. άλλον ή σε κτ. άλλο: Tο κορίτσι φέρνει στη μάνα του / της μάνας του. Tο χρώμα των ματιών του φέρνει λίγο προς το γκρίζο. 11. προβάλλω, προτείνω, διατυπώνω κτ.: ~ αντιρρήσεις / προσκόμματα / δυσκολίες / εμπόδια. ~ (ως) παράδειγμα. Παραδόθηκε χωρίς να φέρει αντίσταση. Ο δικηγόρος έφερε καινούριες προτάσεις στο δικαστήριο. Tα προγνωστικά τον φέρνουν πρώτο / φαβορί / νικητή, τον θεωρούν, τον εμφανίζουν. ~ ένα θέμα για συζήτηση. H κυβέρνηση θα φέρει νόμο για ψήφιση στη βου λή. (έκφρ.) το έφερε ο λόγος / η κουβέντα / η συζήτηση, για κτ. που αναφέρεται με αφορμή κτ. άλλο. ΦΡ ~ τον κατακλυσμό* / την καταστροφή*.

[μσν. φέρνω < αρχ. φέρω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. φερ- αναλ. προς το σχ.: καμ- (ἔκαμον) - κάμνω, τεμ- (ἔτεμον) - τέμνω για σαφέστερη διάκρ. των δύο ρηματ. θεμάτων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες