Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φέξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέξιμο το [féksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φέγγω.

[φεξ- (φέγγω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go