Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φέγγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέγγος το [féŋgos] Ο46β : (λογοτ.) το φως, η λάμψη και ιδίως το διάχυτο και αμυδρό φως του φεγγαριού και των άστρων: Tο ~ της λάμπας / του λυχναριού / του ήλιου / του ουρανού / της αυγής / της σελήνης. || (μτφ.): Tο ~ των ματιών / της αγάπης / της ψυχής.

[αρχ. φέγγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go