Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φάτνωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάτνωμα το [fátnoma] Ο49 : το καθένα από τα τετραγωνικά ανοίγματα (κοιλώματα) που δημιουργούν οι διασταυρώσεις των δοκών μιας οροφής: H οροφή αποτελείται από ένα πλέγμα δοκών, που σχηματίζουν μικρά και μεγάλα φατνώματα. || (επέκτ.) η καθεμιά από τις πλάκες που καλύπτουν αυτά τα ανοίγματα.

[λόγ. < αρχ. φάτνωμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go