Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάσα η [fása] Ο25 : πρόσθετη, υφασμάτινη κυρίως λωρίδα, που ράβεται σε ενδύματα ή σε άλλα είδη από ύφασμα (κουρτίνες, σεντόνια κτλ.) για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση: Tο φόρεμα / η κουρτίνα είχε γύρω γύρω μια κεντητή ~. || (επέκτ.) διακοσμητική λωρίδα: ~ από μωσαϊκό / μάρμαρο / ξύλο. Tο εξώφυλλο του βιβλίου ήταν διακοσμημένο με μια καλόγουστη ~.
[ιταλ. fascia]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασαμέν το [fasamén] Ο (άκλ.) : παλαιότερης εποχής ματογυάλια με ειδική χειρολαβή.
[λόγ. < γαλλ. face-à-main]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασαρία η [fasaría] Ο25 : 1. δυνατός, δυσάρεστος και ενοχλητικός θόρυβος: Πού να κοιμηθεί κανείς μ΄ αυτή τη ~. 2. κατάσταση όπου επικρατεί η ταραχή, η αναστάτωση, τα επεισόδια: Έγινε μεγάλη ~ μέσα στην αγορά. Έγιναν φασαρίες με τους φοιτητές και την αστυνομία, επεισόδια. 3. ενοχλητική, δυσάρεστη ασχολία, φροντίδα· μπλέξιμο: Έχω φασαρίες με τους γείτονες, προστριβές. Δε θέλω φασαρίες στο κεφάλι μου.
[βεν. *fesaria (πρβ. ιταλ. fesseria) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασαρίας ο [fasarías] Ο3 : στην έκφραση καπετάν ~, για άτομο που πρωτοστατεί στη δημιουργία ταραχών, αναστατώσεων: Tο μικρότερο από τα παιδιά ήταν ο καπετάν ~ της οικογένειας.
[φασαρί(α) -ας]