Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάρμακα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακαποθήκη η [farmakapoθíki] Ο30 : ιδιωτικό ή κρατικό κατάστημα χονδρικής πωλήσεως φαρμακευτικών ειδών (φαρμάκων, χημικών υλών κτλ.).

[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + αποθήκη απόδ. γερμ. Apotheke `φαρμακείο΄ < υστλατ. apotheca < αρχ. ἀποθήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες