Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάουλ το [fául] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) αντικανονική ενέργεια παίκτη σε ομαδικά παιχνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πόλο κτλ.), που επισύρει ποινή για τον ίδιο τον παίκτη ή και την ομάδα: Aμυντικό / επιθετικό / επικίνδυνο ~. Kάνω / κερδίζω / εκτελώ / δίνω / σφυρίζω ~. 2. (μτφ., προφ.) για άστοχη, λαθεμένη ενέργεια: Kάνω ~, κάνω λάθος. || (για πρόσ.): Είμαι ~, κάνω κάποια άστοχη ενέργεια.
[αγγλ. foul]