Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υψηλόμισθος -η -ο [ipsilómisθos] Ε5 : χαρακτηρισμός υπαλλήλου που βρίσκεται υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία και κατά συνέπεια παίρνει υψη λό μισθό. ANT χαμηλόμισθος. || (ως ουσ.) ο υψηλόμισθος: Οι υψηλόμισθοι δεν έχουν φορολογικές απαλλαγές.
[λόγ. υψηλ(ός) -ο- + μι σθ(ός) -ος]



