Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υψηλοφροσύνη η [ipsilofrosíni] Ο30 : η ιδιότητα αυτού που είναι υψηλόφρων.
[λόγ. < μσν. υψηλοφροσύνη `περηφάνια΄ < υψηλόφρ(ων) -οσύνη κατά τη σημ. του υψηλόφρων]



