Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφυπουργός ο [ifipurγós] Ο17 θηλ. υφυπουργός [ifipurγós] Ο34 : ανώτα τος κρατικός λειτουργός που στην ιεραρχία βρίσκεται υπό τον υπουργό και είτε είναι επικεφαλής υφυπουργείου είτε διευθύνει έναν τομέα του υπουργείου με συγκεκριμένες αρμοδιότητες: ~ εξωτερικών / εσωτερικών. ~ παρά τω πρωθυπουργώ*.
[λόγ. υφ- (δες υπο-) υπουργός μτφρδ. γαλλ. sous-ministre· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]