Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφυπουργείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφυπουργείο το [ifipurjío] Ο39 : τμήμα υπουργείου το οποίο καλύπτει έναν τομέα με ορισμένη δικαιοδοσία.

[λόγ. υφυπουργ(ός) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go