Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφολογικός -ή -ό [ifolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που έχει σχέση με το ύφος1: Yφολογική ανάλυση / μελέτη. υφολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. υφολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go