Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφηγεσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφηγεσία η [ifijesía] Ο25 : πανεπιστημιακός τίτλος τον οποίο αποκτά κάποιος, όταν εγκριθεί η ειδική επιστημονική εργασία που έχει υποβάλει σε επιτροπή πανεπιστημιακών καθηγητών: Διατριβή για ~.

[λόγ. υφη γ(ητής) -εσία μορφολογικά σφαλερός σχημ. κατά το σχ.: καθηγητής - καθηγεσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go