Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφασματέμπορος ο [ifazmatémboros] Ο20α & (προφ.) υφασματέμπορας ο [ifazmatémboras] Ο5 : έμπορος υφασμάτων.
[λόγ. υφασματ- (ύφασμα) + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]



