Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαρπαγή η [ifarpají] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υφαρπάζω: Έγινε ~ της ψήφου των πολιτών. (έκφρ.) εξ υφαρπαγής.
[λόγ. < ελνστ. ὑφαρπαγή]



