Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφαντουργία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφαντουργία η [ifandurjía] Ο25 : 1.η τέχνη του υφαντουργού: Σπούδασε ~. 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής υφασμάτων: Ο κλάδος της υφαντουργίας είναι πολύ αναπτυγμένος.

[λόγ. υφαντουργ(ός) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go