Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργία η [ifandurjía] Ο25 : 1.η τέχνη του υφαντουργού: Σπούδασε ~. 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής υφασμάτων: Ο κλάδος της υφαντουργίας είναι πολύ αναπτυγμένος.
[λόγ. υφαντουργ(ός) -ία]