Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφέν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφέν το [ifén] Ο : (γραμμ.) σημείο που χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο, όταν χρειάζεται να δηλωθεί η συνεκφώνηση φωνηέντων.

[λόγ. < ελνστ. ὑφέν ἡ (ουδ. κατά το αρχ. ἕν `ένα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go