Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υστερολογία η [isterolojía] Ο25 : αυτό που λέγεται από τον ομιλητή μετά το τέλος ενός λόγου, μιας συζήτησης, ως συμπλήρωμα των όσων έχουν ήδη λεχθεί.
[λόγ. < ελνστ. ὑστερολογία `σχήμα πρωθύστερο΄ (παρερμηνεία της σημ. της λ. κατά το δευτερολογία)]



