Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστέρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστέρηση η [istérisi] Ο33 : η καθυστέρηση κυρίως ως επιστημονικός όρος. α. (φυσ.) η καθυστέρηση της εκδήλωσης ενός φαινομένου σε σχέση με τη μεταβολή του αιτίου που το προκαλεί: Ελαστική / μαγνητική ~. β. (ψυχ.) νοητική / διανοητική ~.

[λόγ. < γαλλ. hystérésis (στη νέα σημ.) < ελνστ. ὑστέρη(σις) `έλλειψη΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες