Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόκωφος -η -ο [ipókofos] Ε5 : για ήχο που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος και γι΄ αυτό βγαίνει βαθύς: ~ κρότος / θόρυβος. Yπόκωφη βουή.
υπόκωφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπόκωφος `μισόκουφος΄ σημδ. γαλλ. sourd]



