Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόκωφος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόκωφος -η -ο [ipókofos] Ε5 : για ήχο που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος και γι΄ αυτό βγαίνει βαθύς: ~ κρότος / θόρυβος. Yπόκωφη βουή. υπόκωφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑπόκωφος `μισόκουφος΄ σημδ. γαλλ. sourd]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go