Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόκρουση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόκρουση η [ipókrusi] Ο33 : η μουσική που συνοδεύει ένα τραγούδι ή ένα ποιητικό συνήθ. κείμενο κατά τη σκηνική του παρουσίαση: Aπαγγελία με ~ κιθάρας. Tο έργο ανέβηκε χωρίς μουσική ~. || η μουσική που συνοδεύει μια τελετή.

[λόγ. < ελνστ. ὑποκρού(ω) `κρατώ το ρυθμό΄ -σις > -ση (διαφ. το μσν. υπόκρουσις `διακοπή΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go