Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόγλυκος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόγλυκος -η -ο [ipóγlikos] Ε5 : που είναι ελαφρά γλυκός.

[λόγ. < αρχ. ὑπόγλυκυς με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το γλυκύς > γλυκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go