Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποψιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποψιάζω [ipopsiázo] Ρ2.1α : (προφ.) βάζω κπ. σε υποψίες, τον κάνω να υποψιαστεί: Mε υποψίασαν τα λόγια του.

[λόγ. ενεργ. του υποψιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες