Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποχονδρία η [ipoxonδría] Ο25 : (ψυχιατρ.) είδος νεύρωσης κατά την οποία ο ασθενής μεγαλοποιεί εντελώς ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και από την υπερβολική αυτοπαρατήρηση φτάνει στο συμπέρασμα ότι πάσχει από κάποια σοβαρή αρρώστια. || (επέκτ.) συμπεριφορά υπερβολικά σχολαστική· η συνεχής, αποκλειστική ενασχόληση με πράγματα που είναι σχετικά ασήμαντα: Έχει πάθει ~ με την καθαριότητα.
[λόγ. < νλατ. hypochondria < υστλατ. πληθ. hypochondria `τα μαλακά μέρη κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄ (επειδή πίστευαν πως εκεί εντοπιζόταν η αρρώστια) < αρχ. ὑποχόνδρια τά, πληθ. του ὑποχόνδριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποχονδριακός -ή -ό [ipoxonδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υποχονδρία ή με τον υποχόνδριο: Yποχονδριακή συμπεριφορά. Yποχονδριακές καταστάσεις. || που πάσχει από υποχονδρία· υποχόνδριος.
[λόγ. < ελνστ. ὑποχονδριακός `νόσημα του υποχόνδριου, άρρωστος από το νόσημα΄]