Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποφερτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποφερτός -ή -ό [ipofertós] Ε1 : για κτ. δυσάρεστο, το οποίο όμως μπορεί κάποιος να το ανεχτεί χωρίς ιδιαίτερη δυσφορία. ANT ανυπόφορος: ~ πόνος. Ευτυχώς η ζέστη είναι ακόμη υποφετή. || για κτ. του οποίου η ποιότητα δεν είναι εξαιρετική, βρίσκεται όμως σε ανεκτά επίπεδα· καλούτσικος: Tο φαγητό του εστιατορίου ήταν υποφερτό. H παράσταση δεν ήταν επιτυχημένη, ήταν όμως υποφερτή.

[λόγ. υποφέρ(ω) -τός μτφρδ. γαλλ. supportable]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go