Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποτροπικός 1 -ή -ό [ipotropikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην υποτροπή: Yποτροπικά συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. ὑποτροπικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποτροπικός 2 -ή -ό : 1.(γεωγρ.) Yποτροπική ζώνη, ζώνη που βρίσκεται στα όρια των τροπικών κύκλων, προς την πλευρά των εύκρατων ζωνών. 2. που ανήκει, αναφέρεται, βρίσκεται ή συμβαίνει στην υποτροπική ζώνη: Yποτροπικό κλίμα. Yποτροπικά φυτά.
[λόγ. υπο- τροπικός 1 μτφρδ. γαλλ. subtropical (tropical = τροπικός 1)]



