Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποτροπή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποτροπή η [ipotropí] Ο29 : 1.η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας, παροξυσμός της αρρώστιας μετά τη φαινομενική ίαση: ~ του πυρετού / της γρίπης. 2. (νομ.) η επανάληψη μιας αξιόποινης πράξης από τον ένοχο ενός αδικήματος, για το οποίο του έχει επιβληθεί ποινή: Σε περίπτωση υποτροπής…, αν ξανασυμβεί, αν το ξανακάνει… (έκφρ.) εξ υποτροπής. καθ΄ υποτροπήν.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. rechute]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες