Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολειτουργώ [ipoliturγó] Ρ10.9α : για κτ. που λειτουργεί με ένα ρυθμό κατώτερο από το φυσιολογικό, από τον προβλεπόμενο ή τον επιβαλλόμενο: Tα νεφρά του υπολειτουργούν. Tο καλοκαίρι πολλές υπηρεσίες υπολειτουργούν. Tο εργοστάσιο υπολειτουργεί λόγω ελλείψεως πρώτων υλών.
[λόγ. υπο- λειτουργώ κατά το υπολειτουργία]



