Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολειμματικός -ή -ό [ipolimatikós] Ε1 : (βιολ.) Yπολειμματικό όργανο, όργανο ή τμήμα ενός ζωντανού οργανισμού που με την πάροδο των γενεών έχει εκφυλιστεί, αχρηστευθεί και δεν εκτελεί πια καμία λειτουργία· υποτυπώδες όργανο.
[λόγ. υπολειμματ- (υπόλειμμα) -ικός]



