Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποκρισία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκρισία η [ipokrisía] Ο25 : η ιδιότητα και ο τρόπος συμπεριφοράς του υποκριτή: Aπεχθάνομαι την ~ των ανθρώπων. Aυτό που κάνεις είναι ~.

[λόγ. < σπάν. μσν. υποκρισία, αρχ. ὑπόκρισ(ις) & γαλλ. hypocris(ie) -ία < υστλατ. hypocrisis < αρχ. ὑπόκρισις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go