Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκινητής ο [ipokinitís] Ο7 : αυτός που υποκινεί σε κτ., σε μια ενέργεια, σε μια δραστηριότητα κτλ.: Ποιος είναι ο ~ της απεργίας;
[λόγ. υποκινη- (υποκινώ) -τής]



