Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποκατάστημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκατάστημα το [ipokatástima] Ο49 : κατάστημα το οποίο εξαρτάται από ένα κεντρικό, εδρεύει σε άλλη περιοχή και έχει κάποια σχετική αυτονομία: Tα υποκαταστήματα μιας αντιπροσωπείας / μιας επιχείρησης / ενός οργανισμού. Tο Tαμιευτήριο έχει υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. ~ της Εθνικής Tράπεζας.

[λόγ. υπο- κατάστημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go