Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπογλώσσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογλώσσιος -α -ο [ipoγlósios] Ε6 : 1.που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα: Yπογλώσσιο νεύρο. 2. που τοποθετείται κάτω από τη γλώσσα: Yπογλώσσια χάπια. || (ως ουσ.) το υπογλώσσιο, χάπι που διαλύεται κάτω από τη γλώσσα με σκοπό να ενεργήσει γρηγορότερα.

[λόγ. < αρχ. ὑπογλώσσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες