Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπογένειο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογένειο το [ipojénio] Ο40 : (λόγ.) το μούσι.

[λόγ. < μσν. υπογένειον `η περιοχή κάτω απ΄ το πιγούνι΄ < υπο- γένειον (δες γένι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go