Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβόσκω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβόσκω [ipovósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβοσκα : για κτ. κακό το οποίο αναπτύσσεται και δυναμώνει κρυφά και ύπουλα: Bαθιά κρίση υπέβοσκε στους κόλπους της κυβέρνησης. Yποβόσκει η αρρώστια.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ὑποβόσκομαι `τρέφομαι από κτ.΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβόσκων -ουσα -ον [ipovóskon] Ε12 : (λόγ.) που υποβόσκει, (για κτ. κακό) που αναπτύσσεται και δυναμώνει κρυφά και ύπουλα: Yπήρχε μια υποβόσκουσα αντιζηλία.

[λόγ. μεε. του υποβόσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες