Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποβλέπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβλέπω [ipovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβλεπα : επιδιώκω να βλάψω κπ. με τρόπο ύπουλο, συνήθ. για να καρπωθώ κτ. που εκείνος κατέχει: Tην υποβλέπει. Yποβλέπει τη θέση μου. Yποβλέπουν την περιουσία του.

[λόγ. < αρχ. ὑποβλέπω `κοιτάζω με υποψία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go