Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποβαστάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβαστάζω [ipovastázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ.: H οροφή υποβαστάζεται από τέσσερις κίονες. 2. βοηθώ κπ. να σταθεί στα πόδια του ή να περπατήσει: H νοσοκόμα υποβάσταξε τον άρρωστο ως το παράθυρο.

[λόγ. < ελνστ. ὑποβαστάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go